καλλαβίς

καλλαβίς
καλλαβίς, ἡ (Α)
είδος ασελγούς ορχήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προήλθε είτε από *κάλλαβος είτε, κατ' άλλους, από *καταλαβίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καλλαβίς — a wanton dance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλαβίδας — Καλλαβίς a wanton dance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλαβίδες — Καλλαβίς a wanton dance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλαβίδων — Καλλαβίς a wanton dance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλαβίδια — καλλαβίδια, τὰ (Α) [καλλαβίς] εορτή κατά την οποία γινόταν η όρχηση καλλαβίς* …   Dictionary of Greek

  • Καλαβίς — Καλαβίς, ἡ (Α) βλ. Καλλαβίς …   Dictionary of Greek

  • καλλαβούμαι — καλλαβοῡμαι, όομαι (Α) [καλλαβίς] χορεύω την καλλαβίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”